- φθινοπωριάτικος
- automnal
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
φθινοπωριάτικος — φθινοπωριάτικος, η, ο και χινοπωριάτικος, η, ο φθινοπωρινός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθινοπωριάτικος — η, ο, Ν φθινοπωρινός. επίρρ... φθινοπωριάτικα Ν κατά το φθινόπωρο, με το φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρο + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. ανοιξ ιάτικος)] … Dictionary of Greek